Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Τα θαμμένα αγάλματα του πολέμου

Η απόκρυψη του Κούρου του Σουνίου ΕΑΜ 2720 στο όρυγμα που είχε διανοιχθεί
μπροστά από το βάθρο του


Όταν οι Έλληνες τιμούσαν το Έθνος, τον πολιτισμό και τους προγόνους τους

Επί έξι μήνες πριν από την εισβολή των Γερμανών μια ομάδα από εργάτες και αρχαιολόγους έσκαβε τα δάπεδα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για να θάψει εκεί ό,τι πολυτιμότερο έχει η Αθήνα: τους κούρους και τις ληκύθους της.


Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. Δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος από τα χιλιάδες πολύτιμα εκθέματα που κοσμούσαν το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας τα προηγούμενα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του.

Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή. Η εύθραυστη ευρωπαϊκή τάξη του Μεσοπολέμου ήταν αισθητή στις ελληνικές κυβερνήσεις πολύ καιρό πριν από την κήρυξη του πολέμου. Από το 1937 η κυβέρνηση Μεταξά είχε ξεκινήσει αλληλογραφία με τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, προκειμένου να εκπονηθεί από κοινού ένα πλήρες σχέδιο διαφύλαξης των αρχαίων από τις αεροπορικές επιδρομές και από το ενδεχόμενο των οδομαχιών εντός των πόλεων.

Στην επίμονη απαίτηση του κράτους να συνταχθούν κατάλογοι και να ταξινομηθούν τα αρχαία σε κατηγορίες με βάση τη σπουδαιότητά τους οι αρχαιολόγοι της Υπηρεσίας υποστήριζαν σταθερά ότι δεν υπήρχε δυνατότητα επιλογής και ότι όλα τα αρχαία (εκτεθειμένα και αποθηκευμένα) έπρεπε να διασωθούν σε περίπτωση πολέμου. Μάλιστα, ο Νικόλαος Κυπαρίσσης, Έφορος Αρχαιοτήτων Αθηνών (Αττικής και Μεγαρίδος εκτός Πειραιώς), σε εμπιστευτική του έκθεση προς το υπουργείο στις 11 Αυγούστου 1937 αναφέρει ότι, αντί να δαπανηθούν μεγάλα ποσά για την κατασκευή καταφυγίων για ορισμένα από τα αρχαία, θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθούν σε νέους χώρους φύλαξης, ασφαλείς από φωτιά και βομβιστικές επιθέσεις, σε κηρυγμένες «αρχαιολογικές πόλεις», οι οποίες με διεθνείς συμβάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιερές και απαραβίαστες. Και υπέδειξε την περιοχή της Ακρόπολης ως μία από αυτές. Ωστόσο, η πραγματικότητα διέλυσε τις ελπίδες και τις λιγοστές αμφιβολίες για το επερχόμενο κακό. Οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση του κινδύνου των καταστροφών εντείνονταν με την πάροδο του χρόνου.

Στις 18 Ιουνίου 1940 ο υφυπουργός Παιδείας Ν. Σπέντζας ανακοίνωσε με εμπιστευτικό του έγγραφο ότι «Από σήμερον απαγορεύομεν την χορήγησιν κανονικών αδειών, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου». Με την κήρυξη του πολέμου τέσσερις μήνες μετά, η Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε αστραπιαία. Με έγγραφό της στις 11 Νοεμβρίου 1940 που απεστάλη σε όλες τις τοπικές διευθύνσεις, εξέδωσε ειδικές τεχνικές οδηγίες «διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους». Σε αυτές προβλέπονταν δύο τρόποι ασφάλισης των ογκωδών και μη μετακινήσιμων εκθεμάτων. Ο πρώτος ήταν «διά της περικαλύψεως του αγάλματος διά γαιοσάκκων, αφ’ ου προηγουμένως τούτο περιβληθή δι’ ενός ξυλίνου ικριώματος επενδεδυμένου διά σανίδων ως το υπόδειγμα» και ο δεύτερος, που προκρίθηκε ως αποτελεσματικότερος, με την κατάχωση των αγαλμάτων εντός του δαπέδου της αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε περιφραγμένες αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων. Η μέθοδος της κατάχωσης, μάλιστα, δινόταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας.

 Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμανε συναγερμός. Με υπουργική απόφαση συστάθηκε η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρουςΓιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτριαΙωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας. «Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά η Μεγάλη (για όσους γνωρίζουν) Σέμνη Καρούζου.

Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο.

Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα οι τεχνίτες του μουσείου. Τα ορύγματα, που έμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του μουσείου. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων, που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω.

«Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα, παρόλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε, έως και στα πρώτα χρόνια ύστερ’ από τον πόλεμο, ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης» αφηγείται η Σέμνη Καρούζου.

Στιγμιότυπο από τον εγκιβωτισμό του αμφορέα Α 803

Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση.

Τον Οκτώβριο του 1940, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, μόλις είχα εγγραφεί στο πανεπιστήμιο, πρωτοετής φοιτητής» θυμάται σε συνέντευξή του ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης. «Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί.

Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι Ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα… Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα έφραζαν με τσουβάλια από άμμο. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή». Τα ξύλινα κιβώτια με τα πήλινα αγγεία και τα ειδώλια, καθώς και με τα χάλκινα έργα, τοποθετούνταν στις ημιυπόγειες αποθήκες της επέκτασης του μουσείου, που είχε μόλις ολοκληρωθεί προς την οδό Μπουμπουλίνας. Μετά τη συμπλήρωση των χώρων, τα δωμάτια γεμίζονταν μέχρι την οροφή με στεγνή άμμο, προκειμένου να αντέξουν τη διάρρηξη της τσιμεντένιας πλάκας της οροφής τους από ενδεχόμενο βομβαρδισμό.

Ένα στιγμιότυπο αυτής της εργασίας του εγκιβωτισμού αποτυπώθηκε σε μία ξεχωριστή φωτογραφία, τη μόνη που εικονίζει τους τεχνίτες του μουσείου σε μια στιγμή ανάπαυλας να κοιτούν ανέκφραστοι τον φακό, ανθρώπους που αναρωτιέται κανείς για την τύχη τους τους σκληρούς μήνες της αθηναϊκής Κατοχής.

Η Σέμνη Καρούζου διέσωσε το όνομα ενός από αυτούς: «Σε όλη την εργασία του ξεριζώματος και του εγκιβωτισμού των αρχαίων της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνημάτων πρωτοστατούσε ο μακαρίτης αρχιτεχνίτης Γεώργιος Κοντογιώργης, ένας από τους τεχνίτες που τόσα προσέφεραν και προσφέρουν στην ανάδειξη και την ασφάλεια των αρχαίων». Ταυτόχρονα με τα αρχαία εγκιβωτίστηκαν και οι πολύτιμοι κατάλογοι του μουσείου, δηλαδή τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων του.

Τα κιβώτια αυτά παραδόθηκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος στις 29 Νοεμβρίου 1940. Στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα χρυσά και με τα άλλα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών. Ήταν η πράξη του τέλους μιας εξάμηνης επιχείρησης που πέτυχε να ασφαλίσει τον αμύθητο πλούτο του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας. «Η όψη του μουσείου τον Απρίλη του 1941, γυμνωμένου από όλο το περιεχόμενό του, ήταν μια εικόνα ερήμωσης. Οι τοίχοι γυμνοί, τα δάπεδα πολλών αιθουσών σκαμμένα, οι προθήκες άδειες». Ήταν η εικόνα που αντίκρισαν οι Γερμανοί αξιωματικοί το πρωί της Δευτέρας 28 Απριλίου. Της πρώτης μέρας της αθηναϊκής Κατοχής.



Ένα από τα ορύγματα με τα αμήχανα πλήθη των αγαλμάτων

Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν το μουσείο δεν παρέμεινε έρημο. Καταλήφθηκε από δημόσιες υπηρεσίες. Στη μεγάλη Μυκηναία Αίθουσα στεγάστηκε η Κρατική Ορχήστρα. Σε ένα μεγάλο μέρος της δυτικής πλευράς, δεξιά από την είσοδο, εγκαταστάθηκε το Κεντρικό Ταχυδρομείο.

Στις αίθουσες του πρώτου ορόφου επί της οδού Μπουμπουλίνας λειτούργησαν οι υπηρεσίες του υπουργείου Πρόνοιας, ενώ σε μια αίθουσα του παλαιού κτιρίου προς την οδό Τοσίτσα εγκαταστάθηκε μια ειδική Υγειονομική Υπηρεσία, απ’ όπου «περνούσαν υποχρεωτικά δυστυχισμένες νέες γυναίκες, απόκληρες της κοινωνίας» όπως διασώζει η Σέμνη Καρούζου.

Σε μια γωνιά του νέου κτιρίου έμεινε λιγοστός χώρος για τα γραφεία των υπαλλήλων του μουσείου, όπου συγκεντρώθηκε η άχρηστη πια σκευή του, το πλήθος των άδειων προθηκών, ορισμένοι πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Σε ένα από τα υπόγεια της νέας πτέρυγας παρασκευαζόταν το συσσίτιο των φυλάκων και των αρχαιολογικών υπαλλήλων, με τα πυκνά ίχνη από τους καπνούς του να παραμένουν μέχρι σήμερα σε σημεία της οροφής. Παρά την απώλεια του χαρακτήρα του, το κτίριο παρέμεινε αλώβητο μέχρι το τέλος της Κατοχής. Ως τις «ημέρες του δεκεμβριανού εφιάλτη», όταν οι «πολυβολισμοί των αεροπλάνων» κατέκαψαν μέρος της ξύλινης στέγης του και ένα τμήμα του πρώτου ορόφου διαμορφώθηκε σε φυλακές των κρατουμένων.

Ορισμένοι από τους διάτρητους από τις οβίδες τοίχους διατηρούνται ακόμα και σήμερα, μεταξύ των γραφείων όπου εργάζεται το προσωπικό του Μουσείου. Και παρά τη μακρά και επίπονη αποκατάσταση του κτιρίου και των εκθέσεών του τα μεταπολεμικά χρόνια, ήσαν πολλές οι κρυμμένες εκπλήξεις που έρχονταν σποραδικά στο φως. Ακόμα και η δεύτερη, εκ βάθρων ανακαίνισή του, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, ήταν η αφορμή να ανακαλυφθούν και άλλα από τα καλά θαμμένα μυστικά του. Να ήταν, άραγε, τα τελευταία; Ζώντας και δουλεύοντας κανείς ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, γνωρίζει πως δεν του επιτρέπεται να διατυπώνει τέτοιες εκφράσεις χρονικής βεβαιότητας.


ΠΗΓΕΣ :

Βενάρδου Ε., Μια απόκρυψη αλλιώτικη από τις άλλες. Επιχείρηση «Κρυμμένοι Θησαυροί». Διαθέσιμο στο www.psaxtiria.net/forum/archive/index.php/t-2897.html 

Καλτσάς Ν., «Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», Αθήνα 2007, 20. Διαθέσιμο στο www.latsis-foundation.org/megazine/publish/ebook.php?book=31&preloader=1 

Καρούζου Σ., «Σύντομη Ιστορία του Εθνικού Μουσείου» στο Καρούζου Σ., 
Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον, Συλλογή Γλυπτών, Περιγραφικός Κατάλογος, Αθήναι 1967, ια'-κ'. 

Καρούζου Σ., «Το Εθνικό Μουσείο από το 1941», το Μουσείον 1 (2000), 5-14. (Πρόκειται για την εκ νέου δημοσίευση του κειμένου της Σ. Καρούζου, που περιλήφθηκε στα Πρακτικά του Α' Συνεδρίου του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Αθήνα 30 Μαρτίου-3 Απριλίου 1967, Αθήνα 1984, 52-63). 

Νικολακέα Ν., «Η προστασία των αρχαιοτήτων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Τσιποπούλου Μ. (επιμ.), «...Ανέφερα Εγγράφως», Θησαυροί του Ιστορικού Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Αθήνα 2008, 57-59. 

Πασχαλίδης Κ., «Η ίδρυση, η ιστορία και οι περιπέτειες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, 130 χρόνια λειτουργίας σε μία διάλεξη». Διαθέσιμο στο www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=737#.UTcIWTbYhgU.facebook 

Πετράκος Β.Χ., «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944», Ο Μέντωρ 31 (1994), 73-185. 

Σάλτα Μ., «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», στο Γαρουφαλής Δ.Ν., Κωνσταντινίδη-Συβρίδη Ε. (επιμ.), Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα. Οι μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα και οι θησαυροί των ελληνικών μουσείων, Αθήνα 2002, 116-119 (Σειρά: Ιστορία των Πολιτισμών Νο2, του περιοδικού «Corpus») 

Φλέσσα Β., Στα  Άκρα, συνέντευξη με τον ακαδημαϊκό Σ. Ιακωβίδη στη Νέα Ελληνική Τηλεόραση (ημέρα προβολής: Παρασκευή 26/10/2012, ώρα: 23:00). Διαθέσιμο στο www.ert.gr/webtv/net/item/8196-Spyros-Iakwbidhs-Archaiologos-Akadhmaikos-26-10-2012#.UUo0TDfQ709 

Χριστοπούλου Α., «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και Νεότερη Ελλάδα. Παράλληλες Ιστορίες», «Αρχαιολογία & Τέχνες» 113 (Δεκέμβριος 2009), 5-10.



Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Εθνική αυτοκτονία, η άγνοια των ηρώων του 1940.


Σε άλλες χώρες δημιουργούν ή δανείζονται ήρωες, μόνο και μόνο για να έχουν κάτι να επιδείξουν στο πέρασμα της Ιστορίας. Καουμπόηδες, ινδιάνοι, ληστές, πειρατές και βάρβαροι επιστρατεύονται για να αναδείξουν την «ανδρεία» των λαών που υπηρετούν. Ο Έλληνας, Γεώργιος Καστριώτης έγινε σκεντέρμπεης και «υπηρετεί» ως ήρωας των Αλβανών. Ο Μέγας Αλέξανδρος «φιγουράρει» ως πρόγονος των Σκοπιανών. Ο Κώστας Σαραντίδης συνελήφθη από τους Γερμανούς και στάλθηκε πεζός στη Γερμανία για αναγκαστική εργασία, καταλήγει να υπηρετεί στη Λεγεώνα των Ξένων, πολεμά και γίνεται ήρωας στο Βιετνάμ και επιστρέφει στην Ελλάδα με το όνομα Νγκουιέν Βαν Λαπ. Πλείστα τα τέκνα που δανείζονται οι βάρβαροι από το Ελληνικό Έθνος για να εδραιώσουν τα ιστορικά τους… στραβοπατήματα.

Η χώρα όμως που γεννάει ήρωες, μια και έχει τόσους πολλούς τους ξεχνάει και στο πέρασμα των χρόνων γίνονται αφανείς. Ιστορική λήθη ή Εθνική αυτοκτονία; Και τα δύο. Άνθρωποι οι οποίοι πρωταγωνίστησαν σε απίστευτες ιστορίες ηρωισμού, που έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους για την πατρίδα, έμειναν καταδικασμένοι στη λήθη.  Μια χώρα, που το έπος του 40, θυμίζει στους Έλληνες μόνο τον Ιωάννη Μεταξά, τον αυτό-αποκαλούμενο ήρωα Μανώλη Γλέζο ή τον μακελάρη των Ελλήνων Άρη Βελουχιώτη, είναι τραγικά απομονωμένο από την ιστορική αλήθεια.

Που και που είναι καλό να κάνουμε ένα προσκλητήριο ηρώων, να ανασύρουμε μερικά ονόματα πραγματικών αγωνιστών από τη λήθη και να αποκαταστήσουμε την ιστορική πραγματικότητα. Από τις εκατοντάδες, τις χιλιάδες ηρωικές μορφές της περιόδου ξεχωρίσαμε κάποιους.  Δεν είναι οι μοναδικοί, ούτε κι αυτοί που έκαναν τα σπουδαιότερα. Δεν υπάρχει μέτρο για την κατάθεση ψυχής και αίματος στο βωμό της Ελευθερίας αυτού του τόπου. Με την ευχή, ότι εσείς που θα διαβάσετε το κείμενο θα το λάβετε ως έναυσμα, για να ψάξετε περισσότερο και γι’ αυτούς, αλλά και για άλλους ήρωες της εποχής.

Υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος

Ο Αλέξανδρος Διάκος ήταν πρώτος Έλληνας αξιωματικός που έπεσε μαχόμενος στο ελληνοαλβανικό μέτωπο ,και συγκεκριμένα στις 1 Νοεμβρίου 1940 στην Πίνδο στην τοποθεσία Τσούκα.

Είχε γεννηθεί στην Χάλκη της Ρόδου το 1911, που τότε ήταν υπό Ιταλική κατοχή. Ο Διάκος αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρόδο το 1929 και να εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων μαζί με άλλους Χαλκήτες, με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να πολεμήσουν και να ελευθερώσουν τη γενέτειρά τους, το 1934 αποφοίτησε και εντάχτηκε στον Ελληνικό στρατό. Στο Διάκο δόθηκε η πρώτη ευκαιρία να πραγματοποιήσει το όνειρό του, όταν κηρύχθηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, στις 28 Οκτωβρίου του 1940. Ο υπολοχαγός Διάκος βρισκόταν τότε στην Πίνδο και ζήτησε να σταλεί πρώτος στο μέτωπο. Σύμφωνα με την αναφορά του Ταγματάρχη Καραβιά, ο λόχος δέχτηκε επίθεση από πολλαπλάσιες Ιταλικές δυνάμεις Αλπινιστών, ο Διάκος στεκόταν όρθιος κραυγάζοντας και δίνοντας εντολές για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του, κατάφερε να ανασυντάξει τον λόχο του και να αντεπιτεθεί στους Ιταλούς κάνοντας έφοδο ,για την ανακατάληψη του υψώματος, και μπαίνοντας πρώτος στην μάχη, ριπή πολυβόλου τον φόνευσε. Στο σημείο που έγινε η μάχη έχει στηθεί ανδριάντας του ενώ ο Ελληνικός στρατός έχει δώσει το όνομα του σε στρατόπεδο.

Συνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής

Ο Μαρδοχαίος Φριζής γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1893 στη Χαλκίδα, στους κόλπους μιας πολυμελούς οικογένειας Ρωμανιωτών Εβραίων. Ο Ιάκωβος και η Ιόπη Φριζή είχαν 13 παιδιά (12 αγόρια κι ένα κορίτσι).

Το όνειρό του από μαθητής ήταν να γίνει στρατιωτικός, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, που προτιμούσε να ασχοληθεί με τις εμπορικές επιχειρήσεις της οικογένειας. Έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων, αλλά απέτυχε. Γράφτηκε με βαριά καρδιά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, προς μεγάλη ικανοποίηση του πατέρα του, που τουλάχιστον θα τον καμάρωνε δικηγόρο. Όμως, η επιμονή του να γίνει στρατιωτικός δεν τον εγκατέλειπε και το 1916 κατατάχθηκε εθελοντικά στο στρατό. Σπούδασε στη Σχολή Υπαξιωματικών και εξήλθε αυτής με τον βαθμό του λοχία. Σχεδόν αμέσως προήχθη στο βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού, λόγω της πανεπιστημιακής του μόρφωσης.

Ο Φριζής πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και διακρίθηκε στα πεδία των μαχών, με αποτέλεσμα να μονιμοποιηθεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Τον Ιανουάριο του 1919 συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα που πολέμησε τους Μπολσεβίκους στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Διοικητής της μονάδας του ήταν ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας. Τον Αύγουστο του 1919 η μονάδα του μεταφέρθηκε στη Σμύρνη και έλαβε ενεργό μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ο Φριζής προήχθη σε υπολοχαγό, προτού συλληφθεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους τον Αύγουστο του 1922. Επειδή δεν ήταν χριστιανός, οι Τούρκοι προσφέρθηκαν να τον απελευθερώσουν αμέσως. Αυτός, όμως, αρνήθηκε να εγκαταλείψει τους συμπολεμιστές του και παρέμεινε σε αιχμαλωσία μέχρι τον Αύγουστο του 1923, οπότε αφέθηκε ελεύθερος μετά την ανταλλαγή αιχμαλώτων.

Με την επάνοδό του στην Ελλάδα προήχθη σε λοχαγό και εστάλη στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε τη Σχολή Πολέμου της Γαλλίας. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στην Ελλάδα και αφού φοίτησε και την ελληνική Σχολή Πολέμου, προβιβάσθηκε στο βαθμό του ταγματάρχη. Στη συνέχεια μετατέθηκε στη γενέτειρά του ως εκπαιδευτής στη Σχολή Πεζικού. Στα τέλη της δεκαετίας του '30 προήχθη στο βαθμό του αντισυνταγματάρχη και την άνοιξη του 1940 τοποθετήθηκε στο επιτελείο της VIII Μεραρχίας στα Γιάννινα. Μόλις ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 υπηρετούσε ως διοικητής αποσπάσματος στον τομέα Καλαμά - Νεγράδων και στη συνέχεια ως διοικητής του αποσπάσματος Αώου της VIII Μεραρχίας.

Με τους άνδρες του αντέταξε σθεναρή άμυνα στον επιτιθέμενο εχθρό, με αποτέλεσμα την ανάσχεση της ιταλικής προέλασης και στη συνέχεια  την αναστροφή του μετώπου. Είναι αυτός που συνέλαβε τους πρώτους Ιταλούς αιχμαλώτους (15 αξιωματικούς και 700 οπλίτες) και επέφερε συντριπτικό πλήγμα στην περίφημη Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια».

Κατά την αντεπίθεση του ελληνικού στρατού μέσα στο αλβανικό έδαφος ως διοικητής ανεξάρτητης μεραρχίας ανέτρεψε τα τμήματα της ιταλικής μεραρχίας «Μόντενα» και άνοιξε τον δρόμο για την κατάληψη της Πρεμετής στις 4 Δεκεμβρίου 1940. Την επόμενη ημέρα διατάχθηκε να καταλάβει τον λόφο 1220 στα βορειοανατολικά της Πρεμετής. Ο Φριζής έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να πέσουν στα χαρακώματα ενώ ο ίδιος για να αποτρέψει τον πανικό παρέμεινε καβάλα στο άλογό του και συνέχισε να τους εμψυχώνει. Έγινε έτσι εύκολος στόχος για τα εχθρικά πυρά. Στις 11:20 το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου μία βόμβα εχθρικού αεροπλάνου τον χτύπησε στο στομάχι κι ενώ ήταν έφιππος, προσπαθώντας να εμψυχώσει και να καθοδηγήσει τους στρατιώτες του, καθώς ανέμεναν ιταλική αντεπίθεση. Λίγη ώρα αργότερα, οι άνδρες του τον βρήκαν να κείτεται νεκρός.

Συγκίνηση προκαλεί η στάση του Χριστιανού Ιερέα του πολεμικού συγκροτήματος που έτρεξε στον τόπο της θυσίας, φόρεσε βιαστικά το πετραχήλι του και θέτοντας το δεξί του χέρι επάνω στο ματωμένο του μέτωπο, απάγγειλε με βαθιά συγκίνηση επιθανάτια εβραϊκή προσευχή. Ο Φριζής τάφηκε στην Πρεμετή. Με το άγγελμα του θανάτου, ο Ιωάννης Μεταξάς έστειλε στη χήρα και τα τρία παιδιά του συλλυπητήριο τηλεγράφημα και ανακήρυξε τον Φριζή «Ήρωα της Ελλάδας». Ο Φριζής προήχθη σε συνταγματάρχη επ’ ανδραγαθία στις 15 Απριλίου 1941, αναδρομικά από την ημέρα του θανάτου του.

Το 2002 τα οστά του αναγνωρίσθηκαν και στις 23 Οκτωβρίου μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου ενταφιάστηκαν στο Ισραηλιτικό Νεκροταφείο της πόλης. Στη θρησκευτική τελετή χοροστάτησε ο συνονόματος εγγονός του, ραβίνος της Θεσσαλονίκης τότε. Ο Φριζής έχει τιμηθεί με πολλά μετάλλια, τόσο εν ζωή, όσο και μεταθανάτια. Προτομές του έχουν τοποθετηθεί έξω από το Πολεμικό Μουσείο στο Καλπάκι, στη γενέτειρά του τη Χαλκίδα και το Πολεμικό Μουσείο Αθηνών.

Υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος

Το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού πολέμου, τον βρίσκει στρατηγό διοικητή της 8ης Μεραρχίας, ήταν ο πρώτος που αντιμετώπισε στην Ήπειρο τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία εφορμούσαν στα Ελληνικά φυλάκια πριν ακόμα κηρυχτεί επισήμως ο πόλεμος. Με λιγοστές δυνάμεις βρέθηκε να αντιμετωπίζει όλο τον ιταλικό στρατό. Η διαταγή από το αρχηγείο ήταν να εγκαταλείψει σιγά-σιγά τα εδάφη της Ηπείρου και να οπισθοχωρήσει μπροστά στις δυνάμεις του εχθρού.

Απάντησε με δύο λέξεις: «Κρατάω Καλπάκι»! Εκεί, λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα, έστησε τη γραμμή άμυνάς του, με κίνδυνο να περικυκλωθεί και να αποδεκατιστεί. Έδωσε όπλα σε βοηθητικούς, σε μάγειρες, σε όλους. Και πέτυχε, με λιγοστές δυνάμεις, να κρατήσει τους Ιταλούς μέχρι που έφτασαν τα τρένα με τους φαντάρους από την Αθήνα. Μέσα σε λίγες ημέρες άρχισε η αντεπίθεσή μας και σύντομα ο πόλεμος μεταφέρθηκε στην Αλβανία.

Ο Κατσιμήτρος τότε θεωρήθηκε ο σύγχρονος Λεωνίδας, και όχι άδικα. Άνθρωπος υψηλού καθήκοντος, μετά την εισβολή των Γερμανών, δέχτηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Τσολάκογλου ως Υπουργός Εργασίας και Γεωργίας. Μόλις τέσσερις μήνες μετά παραιτήθηκε, αρνούμενος να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των κατακτητών. Μετά την απελευθέρωση παραπέμφθηκε για προδοσία. Στις 31 Μαΐου του 1945, καταδικάστηκε από το ειδικό δικαστήριο, του λεγόμενου δωσίλογων, «εις ειρκτήν» (κάθειρξη) 5,5 ετών «δια διευκολύνσεις» που παρείχε στις δυνάμεις Κατοχής και αποπέμφθηκε από το στράτευμα με το βαθμό του αντιστράτηγου. Όμως στις 5 Οκτωβρίου του 1949, με διάταγμα του Βασιλέως Παύλου, αποκαταστάθηκε η τιμή και υπόληψη του, του χαρίστηκε το υπόλοιπο της ποινής του με επαναφορά του βαθμού, του υποστρατήγου εν αποστρατεία και όλων των παρασήμων του. Ο γιος του, Γεώργιος Χ. Κατσιμήτρος, υπήρξε επίσης αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού.

Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης

Γιος δασκάλου, γεννήθηκε το 1897 στα Κεχριάνικα Λακωνίας και σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων (από την οποία αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός πεζικού, την 1η Οκτωβρίου του 1916) αλλά και στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου της Αθήνας, και στο Παρίσι (Γαλλική Σχολή Αρμάτων). Έλαβε μέρος στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου διακρίθηκε για την τόλμη και την ανδρεία του στο Μακεδονικό μέτωπο (μάχες Σκρα και Δοϊράνης), όμως παράλληλα η υγεία του υπέστη σοβαρή επιδείνωση εξαιτίας της επίδρασης των ασφυξιογόνων αερίων.

Το 1918 προβιβάστηκε σε λοχαγό επ' ανδραγαθία. Έλαβε μέρος και στη Μικρασιατική Εκστρατεία όπου το 1921 διακρίθηκε στη μάχη των υψωμάτων του Αλπανός, και τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας. Στο διάστημα μεταξύ 1922 και 1937 υπηρέτησε ως επιτελάρχης της 2ης Μεραρχίας και του 1ου Σώματος Στρατού, φοίτησε και δίδαξε σε στρατιωτικές σχολές και συνέγραψε διατριβές για τη στρατιωτική ιστορία και την τακτική των τεθωρακισμένων. Το 1931 πήρε το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1937 και μετά από μεγάλες αναρρωτικές άδειες, αποστρατεύθηκε για λόγους υγείας και τέθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα. Ο Συν/χης Δαβάκης ήταν παντρεμένος με την Καλλιόπη Σταρόγιαννη που καταγόταν από τη Μαγούλα Σπάρτης.

Όταν, τον Αύγουστο του 1940, συντελέστηκε η μερική επιστράτευση, ο Δαβάκης ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και τοποθετήθηκε διοικητής του 51ου Συντάγματος Πεζικού και στη συνέχεια του Αποσπάσματος Πίνδου (αποτελούμενου από το 51ο ΣΠ υπό άλλον διοικητή και διάφορες μικρομονάδες) το οποίο είχε ως έδρα το Επταχώριο Πίνδου. Η διοίκηση των ελληνικών δυνάμεων ανατέθηκε στον Βασίλειο Βραχνό. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, οπότε εκδηλώθηκε η ιταλική εισβολή, ο Δαβάκης αντιμετώπισε την 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών ΤΖΟΥΛΙΑ με ένα απόσπασμα 2.000 ανδρών, υπό τις εντολές και τις οδηγίες του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας.

Η τακτική του σε ολόκληρη την έκταση της ζώνης ευθύνης του (35 χιλιόμετρα) ήταν αμυντική, και μάλιστα έκανε υποχρεωτικό ελιγμό, αναμένοντας ενισχύσεις. Την 1η Νοεμβρίου 1940, οπότε έφτασαν οι ενισχύσεις που περίμενε ο Δαβάκης, οι Ελληνικές δυνάμεις έκαναν αντεπίθεση και κύκλωσαν τις Ιταλικές, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Κατά την αντεπίθεση αυτή, και συγκεκριμένα την 6η ημέρα από την έναρξη των επιχειρήσεων, στον Προφήτη Ηλία Κάντσικου (μετέπειτα Δροσοπηγής), ο Δαβάκης τραυματίστηκε στο στήθος. "Στον αξιωματικό που τον πλησίασε για να τον περιποιηθεί πρόσταξε, μαζεύοντας όσες δυνάμεις τού 'μεναν ακόμα: "Άσε με εμένα, πες με πεθαμένο! Και κοίτα να μη σου πάρουν τις θέσεις! Τράβα!"

Στη συνέχεια τον μετέφεραν αναίσθητο με το φορείο στο Επταχώρι. Ο τραυματισμός του τού προκάλεσε προβλήματα σε συσχετισμό με την παλαιά στηθική του νόσο. Έτσι χρειάστηκε να αποχωρήσει από το μέτωπο, όπου τον αντικατέστησε ο τότε ταγματάρχης Ιωάννης Καραβίας. Η νίκη του αποσπάσματος του Δαβάκη είχε αποφασιστική σημασία στην έκβαση του πολέμου. Μάλιστα θεωρήθηκε η πρώτη ήττα του άξονα. Η επιτυχία του Δαβάκη συνίσταται "στην άμεση διάγνωση ενός τακτικού λάθους που έκανε ο Ιταλός μέραρχος να προχωρήσει γοργά προς τη Σαμαρίνα χωρίς να καλύψει το πλευρό της φάλαγγάς του". Ο Δαβάκης το είδε αμέσως και από τη δεύτερη μέρα του σκληρού αγώνα ήταν σίγουρος ότι χάρη σ' αυτό το λάθος "θα μάντρωνε τους Ιταλούς".

Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης νοσηλείας του Δαβάκη, οι πολεμικές επιχειρήσεις έληξαν και η χώρα βρέθηκε υπό κατοχή. Τον Δεκέμβριο του 1942, και ενώ ακόμα νοσηλευόταν στην Αθήνα, ο Δαβάκης συνελήφθη ως όμηρος από τις ιταλικές αρχές κατοχής, μαζί με πολλούς διακεκριμένους αξιωματικούς, γιατί θεωρήθηκαν ύποπτοι αντιστασιακής δράσης. Οι συλληφθέντες επιβιβάστηκαν στην Πάτρα στο ατμόπλοιο Τσιττά ντι Τζένοβα (Πόλη της Γένοβα) για να μεταφερθούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία. Το πλοίο αυτό τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο και βυθίστηκε στα ανοιχτά των νότιων αλβανικών ακτών, με αποτέλεσμα οι επιβαίνοντες να πνιγούν στα νερά της Αδριατικής. (Ιανουάριος 1943). Το πτώμα του Δαβάκη περισυλλέγη, αναγνωρίστηκε και ετάφη στον Αυλώνα. Μεταπολεμικά τα οστά του διακομίστηκαν και ενταφιάστηκαν στην Αθήνα.

Ταγματάρχης Δημήτριος Κωστάκης

Ο θρυλικός κανονιέρης του '40. Μαζί με τον Διοικητή της VIIIΜεραρχίας, Υποστράτηγο Χαρ. Κατσιμήτρο και τον Συνταγματάρχη Παναγ. Μαυρογιάννη αποτελούσαν το Επιτελείο της Μεραρχίας που έπαιρνε τις οριστικές αποφάσεις για τον αγώνα και τις υλοποιούσε με άφθαστο ηρωισμό και πείσμα ο ελληνικός στρατός.

Ο Δημήτριος Κωστάκης γεννήθηκε στα Μπεστιά-Λάκκας Σουλίου Ιωαννίνων. Φοίτησε στο Σχολαρχείο Άνω Πεδινών-Ζαγορίου και υπηρέτησε ως δάσκαλος σε χωριά του Νομού Ιωαννίνων. Στη συνέχεια νεαρός ακόμη, πήγε για αναζήτηση καλύτερης τύχης στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ανθούσε και δραστηριοποιούνταν με πολυάριθμη ελληνική παροικία. Έρχεται στην Ελλάδα και τον Ιανουάριο του 1913 κατατάσσεται εθελοντής του Ελληνικού στρατού στην Πρέβεζα και μαζί με άλλους αγωνίζεται για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Πολέμησε το 1914-16 στη Βόρειο Ήπειρο και πήρε μέρος σε πολλές μάχες, δείχνοντας πνεύμα ηρωισμού και τόλμης. Γι' αυτό μάλιστα του απονεμήθηκαν και πολλά παράσημα ανδρείας και προήχθη στο βαθμό του Επιλοχία.

Ο Δημήτριος Κωστάκης πήρε μέρος στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας και το 1923 ονομάζεται ανθυπολοχαγός. Ο πόλεμος του '40 τον βρίσκει απόστρατο ταγματάρχη και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ανακαλείται στις τάξεις του στρατού ως έφεδρος εκ μονίμων. Στη μεθόριο με την Αλβανία είχαν συγκεντρωθεί Ιταλικές μεραρχίες, θωρακισμένα και βαρύ πυροβολικό. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε τις παραμεθόριες δυνάμεις της Ηπείρου. Οι Ιταλοί άρχιζαν τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου, στις 5.30 την επίθεσή τους σε όλο το πλάτος του αλβανικού μετώπου. Άρχιζε ο μεγάλος αγώνας. «Δύναται να είπει κανείς χωρίς δισταγμό, ότι ίσως εκεί επάνω, εις τα βουνά της Ηπείρου, κρίνεται η τύχη ολοκλήρου του πολέμου», έγραφε η Αμερικανική Εφημερίδα, Κρίστιαν Σάιεν Μόνιτορ.

Τα Ελληνικά τμήματα προκαλύψεως υποχωρούν στη βασική γραμμή άμυνας όπου βρίσκεται η VIIIΜεραρχία στα υψώματα Γκραμπάλα - Ασόνισσα - Βελλά - Άγιος Αθανάσιος Βροντισμένης - Σιάτση - Μονή Σωσίνου Παρακαλάμου. Οι Ιταλικές δυνάμεις προωθούνται σε θέσεις μάχης στα Δολιανά και τον Παρακάλαμο. Το ελληνικό πυροβολικό, με τα παρατηρητήριά του σε θέσεις πλεονεκτικές, βάλλει συνέχεια κατεπάνω τους. Εδώ τα ηρωικά κατορθώματα του θρυλικού και σεμνού ταγματάρχη Δημητρίου Κωστάκη, του φοβερού πολέμαρχου, που δεν άφησε να πάει χαμένη καμιά κανονιά, είναι ανυπέρβλητα. Ο Δημήτριος Κωστάκης με όλες του τις δυνάμεις, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες και ο ίδιος στην πρώτη γραμμή, έγινε σύμβολο κάθε απλού αγωνιζόμενου Έλληνα, φίλος, αδελφός και πατέρας κάθε στρατιώτη, που πολεμούσε με ενθουσιασμό και απαράμιλλο ηρωισμό. Γι' αυτό και ύστερα από τον πόλεμο του '40 κάθε μαχητής με περηφάνια και χαρά στην ερώτηση: Πού πολέμησες εσύ; απαντούσε: –Ήμουν με τον Κωστάκη! Είδα τον Κωστάκη!

Είναι αμέτρητα τα περιστατικά και τα επεισόδια της πολεμικής δράσης του Κωστάκη, που έλαβαν χώρα στα βουνά και τα λαγκάδια της Ηπειρωτικής γης. Το κύριο βάρος της επίθεσης στο Καλπάκι ανέλαβε η Μεραρχία Κενταύρων με τη βοήθεια της Μεραρχίας Φερράρα. Τη νύχτα της 4 προς 5 Νοεμβρίου τα ελληνικά τμήματα βόρεια του Καλαμά, συμπτύσσονται για να αποφύγουν τα εχθρικά άρματα. Την άλλη μέρα 80 Ιταλικά άρματα της Μεραρχίας Κενταύρων επιτίθενται στα υψώματα Καλπακίου. Τα άρματα αυτά βάλλονται από το Ελληνικό πυροβολικό με επικεφαλής τον Δημήτριο Κωστάκη, κάτω από τις ιαχές των φαντάρων μας. Δόστου Κωστάκη! Δόστου Κωστάκη!

Μερικά άρματα του εχθρού καταστρέφονται και τα υπόλοιπα οπισθοχωρούν σε αταξία. Απόπειρα διάβασης του Καλαμά, κοντά στον Παρακάλαμο από 60 εχθρικά άρματα αποτυγχάνει, ενώ 15 άρματα βούλιαξαν στους βάλτους του Καλαμά. Η συντριβή των αρμάτων μάχης των Ιταλών είναι έργο του Κωστάκη και του Ελληνικού πυροβολικού και ο ίδιος αποθεώνεται. Στα Δολιανά, δίπλα στο άγαλμα του Γεωργίου Γενναδίου, ένας Ιταλός υποστράτηγος και δύο συνταγματάρχες παρατηρούν με κιάλια το Καλπάκι, όπου οι Έλληνες αμύνονται. Ένα βλήμα του Κωστάκη τους θέρισε, χωρίς το άγαλμα του Γεννάδιου να πάθει μεγάλες ζημιές. Οι τρεις Ιταλοί αξιωματικοί ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο Δολιανών.

Είναι γεγονός ότι ο Κωστάκης δεν χρησιμοποιούσε ποτέ όργανα μέτρησης του πυροβόλου. Για όργανα μέτρησης χρησιμοποιούσε τις δύο γροθιές του και έδειχνε στους πυροβολητές: τόσες μοίρες δεξιά, τόσες αριστερά. Και αυτοί έριχναν τα βλήματα με απόλυτη ακρίβεια, όπως την είχε προσδιορίσει ο Κωστάκης. Μια μέρα οι Ιταλοί έπαιρναν συσσίτιο στα νερά της Σιταριάς. Μια ομοβροντία που σημάδεψε τα πυροβόλα του Κωστάκη και το καζάνι των Ιταλών, όπου έβραζε το φαγητό, τινάχτηκε στον αέρα! Ο ταγματάρχης Κωστάκης πέταξε το δίκωχο στον αέρα και έβγαλε κραυγή ενθουσιασμού.

Χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο επεισόδιο. Στις 30 Οκτωβρίου στο χωριό Κουκλιοί, ένα ολόκληρο Σύνταγμα με 1.200 αιχμαλώτους Ιταλούς έπεσε στα χέρια του Κωστάκη. Ο Ιταλός Συνταγματάρχης είπε:
– Ήθελα να δω τον περιβόητο Ταγματάρχη Κωστάκη, και ο Κωστάκης του είπε:
– Εγώ είμαι. Ο Ιταλός πήδηξε από το άλογο και γονάτισε μπροστά του. Ο Κωστάκης τον σήκωσε και κουβέντιαζε για ώρα μαζί του, φιλικά.
Όταν ο Ελληνικός στρατός μπήκε στην Αλβανία, με τη μεγάλη αντεπίθεση, ο Κωστάκης έδειξε το μεγάλο του ανθρωπισμό. Μια μέρα έδωσε φαγητό σ' ένα πεινασμένο Αλβανό, αν και γνώριζε ότι τα δύο του παιδιά υπηρετούσαν στον Ιταλικό στρατό και συμβούλεψε τους στρατιώτες του. «Όταν παίρνετε κάτι απ' τους φτωχούς Αλβανούς, να το πληρώνετε. Ή σε χρήμα ή σε είδος. Και αν κάποιος πεινάει, δώστε του να φάει. Δεν φταίνε σε τίποτε οι φτωχοί άνθρωποι, που δεν θέλανε τον πόλεμο».

Να πώς περιγράφει τον Κωστάκη ο Άγγελος Τερζάκης:
«Θεός εφέσιος στεκότανε για μας, εκεί στην Αλβανία, ο Κωστάκης. Τον ακούγαμε, μα δεν τον είχαμε ιδεί. Τον καιρό που βρισκόμουνα στο στρατηγείο, ο Κωστάκης πολεμούσε αδιάκοπα με τις πυροβολαρχίες του στη Χειμάρα και σ' άλλες περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Ξάφνου ο Αρχηγός Πυροβολικού, που ήταν συντοπίτης και φίλος, αποφάσισε να τον ξεκουράσει. Τον μετακάλεσε στο στρατηγείο για ένα διάστημα.

Η είδηση κυκλοφόρησε αστραπιαία: Έρχεται ο Κωστάκης!
Περιέργεια ανυπόμονη, συγκίνηση γέμισε όλους εμάς, που τον καρτερούσαμε να φτάσει. Και μια μέρα, το βήμα του βαρύ, βροντερό, αντρίκιο, ακούστηκε ν' ανεβαίνει τη σκάλα της Διοίκησης Πυροβολικού. Ήταν ένας μάλλον ψηλός στ' ανάστημα γέροντας, πρόσωπο χαρακωμένο από τα χρόνια και τις κακουχίες. Βροντούσε περπατώντας με την αχώριστη μαγκούρα του με νταϊλίκι πεισματερό.
– Γεια σας παιδιά!

Σταθήκαμε προσοχή να περάσει. Όμως στα χείλη μας σχεδιάστηκε κιόλας ένα χαμόγελο φιλικό. Ο γέροντας αυτός με την Κολοκοτρωνέικη μορφή, την κόψη του οπλαρχηγού, ήταν ανώτερός μας, όμως όχι και διαφορετικός. Ο ταγματάρχης Κωστάκης ερχόταν ολόισια από τα σπλάχνα του λαού».

Συνταγματάρχης Παναγιώτης Μαυρογιάννης

Συνταγματάρχης, Διοικητής Πυροβολικού της VIII Μεραρχίας Ηπείρου. Ακούραστος, υπήρξε ο πρωτεργάτης των οχυρωματικών έργων της Ηπείρου. Η VIII Μεραρχία ανέθεσε την κατασκευή των οχυρωματικών έργων στον Διοικητή του Μεραρχιακού Πυροβολικού Παναγιώτη Μαυρογιάννη, ο οποίος κατήλθε στην Αθήνα για να λάβει λεπτομερέστερες οδηγίες και για να εξασφαλίσει αναγκαία κονδύλια. Όπως προκύπτει από τις επιτόπιες ενέργειές του στην  Ήπειρο, ως Πρόεδρος της Επιτροπής Οχυρώσεων, συνάντησε τεράστιες δυσχέρειες για την χρηματοδότηση των εργασιών. Για τον λόγο αυτό και κατέφευγε στα χωριά της περιοχής, ζητούσε από τον παπά και τον Πρόεδρο της Κοινότητας να χτυπήσουν την καμπάνα και να συγκεντρωθούν οι χωρικοί για να τους εξηγήσει την σημασία των οχυρώσεων και την ανάγκη να προσέλθουν και να συντρέξουν το έργο (λεπτομέρειες των πρωτοβουλιών του αυτών περιγράφονται από τον Άγγελο Τερζάκη στο γνωστό έργο του «Ελληνική Εποποιΐα 1940-1941».

Υπενθυμίζουμε ότι ο Συνταγματάρχης Μαυρογιάννης Β. Παναγιώτης γεννήθηκε στο Κιάτο Κορινθίας το 1894 και απεβίωσε το 1952. Ήταν Σκηνίτης – Σαρακατσάνος και προερχόταν από την Ήπειρο. Οι πρόγονοί του, σύμφωνα με προφορικές παραδόσεις και έγγραφα κατήλθαν στη Β. Πελοπόννησο στο τέλος του 17ου αι. – αρχές του 18ου, μετά την νίκη των Ενετών επί της Τουρκίας και την ερήμωση των περιοχών της. Απόφοιτος Γυμνασίου με ειδίκευση στην τοπογραφία, κατατάχθηκε ως εθελοντής στο στρατό και το 1914 έγινε ανθυπολοχαγός. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο και συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως αρχηγός Πυροβολικού. Είχε εκδιωχθεί από το στράτευμα (1923-1927) λόγω συμμετοχής του στο «Κίνημα του 1922». Είχε σχέσεις με τα ανταρτικά σώματα του Ναπολέοντα Ζέρβα και τιμήθηκε με επαίνους επ’ ανδραγαθία στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προτάθηκε και έγινε υποστράτηγος. Ο Δήμος Ιωαννίνων τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη και έδωσε το όνομά του σε κεντρική οδό που οδηγεί στη βόρεια έξοδο από την πόλη. Τέλος, ήταν ο κύριος συνεργάτης της Αγγ. Χατζημιχάλη, της «Μάνας των Σαρακατσάνων», η οποία αναφέρει ότι τους Πίνακες των Τσελιγκάτων και των Σαρακατσάνων της Ελλάδος, τους έκανε με την βοήθεια και τον έλεγχο του Στρατηγού Παναγιώτη Μαυρογιάννη.

Στη πολυσέλιδη δακτυλογραφημένη Έκθεσή του για τις Οχυρώσεις της Ηπείρου, ο Συντ/ρχης Παν. Μαυρόγιαννης καταθέτει λεπτομερώς τα εκτελεσθέντα έργα κατά την περίοδο 1939-40, κατά περιοχή, είδος εργασιών, κόστος, κ.ά. Την Έκθεση αυτή την προσυπογράφει ο Υποστράτηγος Χαρ. Κατσιμήτρος. Διοικητής της VIII Μεραρχίας, εξαίροντας το έργο του Παναγιώτη Μαυρογιάννη το οποίο «έσωσε την κατάστασιν». Κατ’ αρχάς ο Παναγιώτης Μαυρογιάννης, αναφέρει ποιες ήσαν οι λιγοστές οχυρώσεις που έχουν γίνει πριν το 1939. Εν συνεχεία υπενθυμίζει ότι η Μεραρχία μετεκάλεσε από την Θεσσαλονίκη και συμβουλεύθηκε το Συν/ρχη Γ. Σαλβάνο, και κατάρτισε την Επιτροπή Οχυρώσεως από τους Π. Μαυρογιάννη, Πρόεδρο, και με μέλη του Επιτελάρχη της Μεραρχίας Αντ/ρχην Χαρ. Δρίβαν, τον Ταγ/ρχην Πετρουτσόπουλον και τον Λοχαγόν Μιχ. Σάλην. Παραθέτουμε πολύ περιληπτικά το είδος και την έκταση των έργων.
α)    Καρροποίητοι οδοί νεωστί ανοιγείσαι περιοχών Καλπακίου – Ζίτσας, Ιωαννίνων, Κανίτας: 62,1/2 χιλ.
β)    Κατασκευασθείσαι ημιονικοί οδοί Καλπακίου, Ζίτσας, Σουκουλίου και Ζεφυρίου, 186 χιλ.
γ)    Επισκευαί οδών – σκυρομάτων και νέας επιστρώσεως, 84 χιλ.
δ)    Κατασκευασθέντα τεχνικά έργα:
1) Ξύλινες γέφυρες επί κτιστών βάθρων στον ποταμό Καλαμάς: 6, 6, 30, 5
και 12 μέτρων.
2) Επί του ποταμού Γόρμου, 16 και 6 μέτρων.
3) Επί παραποτάμων Καλαμά, 6, 6, 8, 4 και 16 μ.
Σύνολο γεφυρών 11
ε)    Άλλα τεχνικά έργα: Χαρακώματα, πολυβολεία, θέσεις πυροβολικού, (16), με υπόγεια καταφύγια 10-16 μ. και υπόγεια καταφύγια πεζικού.
στ)  Μακρύς κατάλογος αντιαρματικών έργων:
μήκος αντιαρματικών τάφρων, 4.800 μ.
αντιαρματικά φράγματα, 26
υπόνομοι, 20
παγίδες – βλήματα, 2.500 τεμ.
κέντρα διαβιβάσεως 5.
Κόστος των έργων: 1.670.000

Όπως είναι γνωστό και αποδεκτό, οι οχυρώσεις της περιοχής του Καλαμά αλλά και της Ηπείρου, αφ’ ενός συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάσχεση της Ιταλικής επίθεσης της 28 Οκτωβρίου και των επομένων ημερών και αφ’ ετέρου απετέλεσαν ορμητήριο της νικηφόρας αντεπίθεσης του Νοεμβρίου 1940.

Σμηναγός Ιωάννης Σακελλαρίου

Οι Ιταλοί βιάζονται να εισβάλουν στην Ελλάδα πριν συμπληρωθεί η Ελληνική επιστράτευση. Καταστρώνουν για τον σκοπό αυτό σχέδιο βιαίας επίθεσης με τις πεζικές, τις μηχανοκίνητες δυνάμεις τους, αλλά και με την αεροπορική τους υπεροπλία. Τετρακόσια αεροσκάφη ιταλικά προς εκατόν σαράντα ελληνικά. Τα αεροπλάνα των Ιταλών βομβαρδίζουν ανηλεώς πάνω από τις αμυντικές μας γραμμές. Η τιτανομαχία μαίνεται ανάμεσα στους πολλούς Ιταλούς και στους λίγους Έλληνες. Οι Έλληνες γνωρίζουν την τραγικότητα της κατάστασης και αγωνίζονται με την ψυχή ατσάλινη να ανακαταλάβουν την Γραμπάλα, και να αναχαιτίσουν τον εχθρό, να σωθεί η πατρίδα. Τα ιταλικά αεροπλάνα αγκομαχούν στην σκληρή πάλη με τους Έλληνες Ίκαρους που τους ρίχτηκαν σαν αετοί και υπερασπίζουν την φωλιά τους με άγριο μάτι και νύχια θανατερά.

Ο υποσμηναγός Ιωάννης Σακελλαρίου κυνηγάει με πάθος ένα ακόμη ιταλικό αεροπλάνο και το ρίχνει συντρίμμια στην γη. Τότε μανιασμένο το σμήνος των Ιταλών κυκλώνει τον Έλληνα αετό. Δεν έχει όμως άλλα πυρομαχικά ο δικός μας. Μισή ώρα δίνει μάχη στους αιθέρες. «Διώξατε μέχρι θανάτου», αντιλαλεί η διαταγή του προς το σμήνος που διοικούσε. Σε κλάσματα δευτερολέπτου αγκαλιάζεται με τον θάνατο. Δεν έχει πυρομαχικά. Έχει όμως το αεροπλάνο του. Ορμάει και πέφτει ακάθεκτος στο εχθρικό αεροπλάνο. Τ' άλλα τρέπονται σε φυγή μπροστά στο πήδημα του θανάτου. Ο Έλληνας υποσμηναγός, αγκαλιασμένος στην συντριβή με τον εχθρό, περνά στην αθανασία...
     
Συγκινητικά είναι τα λόγια του πατέρα του. «Το χρωστούσαμε στην Ελλάδα» είπε ο πατέρας του όταν το έμαθε σε δύο μέρες. «Δέχομαι συγχαρητήρια σαν Έλληνας και συλλυπητήρια σαν πατέρας».

Εξίσου συγκινητικό είναι και το ποίημα του ιδίου ( μετά τον θάνατο του γιου του που αναγράφεται στο βιβλίο του κ. Καρταλαμάκη "Η Αεροπορία στον πόλεμο του' 40":

Στον Γιάννη μου, τον Αεροπόρο.
Από ψηλά στα Γιάννενα φωνή αγγέλου φτάνει,
Ετοίμασε, πατέρα μου, το δάφνινο στεφάνι
τις αδελφές μου φίλησε, της μάνας μου το χέρι
στάσου στη θέση μου πιστός σε κάθε θέλημα της
και πες της, υπερήφανη, πρώτη αυτή να ξέρει
ως άλλη μάνα, η Ελλάς, με κράτησε κοντά της.
"Από τον πατέρα του Αριστοτέλη Σακελλαρίου"

Πλοίαρχος Μιλτιάδης Ιατρίδης

Ο Μιλτιάδης Ιατρίδης (ή Μίλτων Ιατρίδης) γεννήθηκε στο Σοφικό Κορινθίας, τον τόπο καταγωγής της μητέρας του, Σοφίας. Ο πατέρας του, Βασίλειος Ιατρίδης, καταγόταν απ' τον Πύργο Ηλείας και ασκούσε το επάγγελμα του επιθεωρητή της Μέσης Εκπαίδευσης. Μετά την ολοκλήρωση των εγκυκλίων σπουδών του, ο Μ. Ιατρίδης εισήλθε, το 1921, στη Στρατιωτική Σχολή των Ναυτικών Δοκίμων και αποφοίτησε ως μάχιμος σημαιοφόρος στις 26 Ιανουαρίου 1926.

Από τότε υπηρέτησε κυρίως στα υποβρύχια. Δεκατρία χρόνια αργότερα, στις 10 Φεβρουαρίου 1939, προβιβάστηκε στο βαθμό του πλωτάρχη. Από τη θέση αυτή και με τη συνακόλουθη ανάληψη του αξιώματος του κυβερνήτη του, γηραιού τότε, υποβρυχίου «Παπανικολής», συνέβαλε τα μέγιστα στον αγώνα εναντίον του Άξονα.

Στις 24 Δεκεμβρίου 1940, το υποβρύχιο «Παπανικολής» επιτέθηκε εναντίον μεγάλης ιταλικής νηοπομπής στην Αδριατική Θάλασσα και κατόρθωσε να βυθίσει στα Στενά του Οτράντο τρία ιταλικά οπλιταγωγά, συνολικού βάρους 25.000 τόνων, που μετέφεραν όπλα, πολεμοφόδια και εν γένει πολεμικό υλικό στα παράλια της Αλβανίας, για να ενισχυθούν οι ιταλικές μονάδες που προσπαθούσαν να νικήσουν τους Έλληνες. Για το σπουδαίο κατόρθωμά του αυτό, ο κυβερνήτης Μ. Ιατρίδης προβιβάστηκε άμεσα σε αντιπλοίαρχο επ' ανδραγαθία και του απονεμήθηκε το «Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας», στις 30 Δεκεμβρίου 1940.

Μετά την Απελευθέρωση διετέλεσε Διοικητής Αρχιπελάγους (1944-1945), Διοικητής Στολίσκου Βορείου Αιγαίου (1947), καθώς και Διοικητής της Ναυτικής Ακαδημίας (1948). Κατά τα έτη 1950-1951, επιστάτησε στις επισκευές του ιταλικού καταδρομικού «Ευγένιος της Σαβοΐας», που είχε δοθεί, τότε, στην Ελλάδα ως πολεμική αποζημίωση και μετονομάστηκε «Έλλη».

Ο Μιλτιάδης Ιατρίδης αποστρατεύτηκε αυτεπάγγελτα στις 29 Δεκεμβρίου 1952, με σύγχρονη προαγωγή στον βαθμό του πλοιάρχου. Οκτώ χρόνια αργότερα, στις 18 Φεβρουαρίου 1960, ο μεγάλος αυτός άνδρας του Πολεμικού Ναυτικού, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας, σε ηλικία 54 ετών. Ήταν παντρεμένος με τη Λέλα Ιατρίδη και έχει μια κόρη, την Αδριατική, η οποία πήρε το όνομα της θάλασσας όπου ο πλωτάρχης πατέρας της έγραψε μία από τις λαμπρότερες σελίδες της εμπόλεμης ιστορίας μας. Η πολιτεία τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε μία πλατεία του Πύργου Ηλείας. Στην ομώνυμη πλατεία του Πύργου βρίσκεται και ο ανδριάντας του. Προτομή του Μ. Ιατρίδη υπάρχει στη γενέτειρά του, το Σοφικό Κορινθίας και στο Κατάκολο Ηλείας.

Ταγματάρχης Γιώργος Δουράτσος

Ο πόλεμος τον βρήκε στο βαθμό του ταγματάρχη και διοικητή του οχυρού Ρούπελ, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Με τους λιγοστούς άνδρες του πρόβαλε λυσσαλέα αντίσταση στις ναζιστικές δυνάμεις που κατέβαιναν στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία. Οι ναζί κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να σπάσουν τη γραμμή των οχυρών και την παρέκαμψαν, κατέλαβαν την κοιλάδα του Αξιού από τη Γιουγκοσλαβία και πήραν τη Θεσσαλονίκη. Τα οχυρά αποκόπηκαν και περικυκλώθηκαν. Μετά από 4 ημέρες ανηλεών μαχών με ολόκληρο τάγμα Γερμανών στρατιωτών, βαρέως οπλισμένων και ανελέητων βομβαρδισμών με βόμβες 500 κιλών και μετά από μικρές Ελληνικές απώλειες και τεράστιες Γερμανικές, ανάγκασε τους Γερμανούς, να ζητήσουν συνθηκολόγηση για την παράδοση του οχυρού! Γερμανοί κήρυκες ζήτησαν από τους Έλληνες υπερασπιστές να παραδοθούν και ο Δουράτσος είπε το θρυλικό: «Τα οχυρά καταλαμβάνονται, δεν παραδίδονται».

Μόνο όταν έφτασε η επίσημη διαταγή από την Αθήνα για κατάπαυση του πυρός ο Δουράτσος πείστηκε να σταματήσει την αντίσταση. Μόλις 30 άνδρες του είχαν απομείνει όταν βγήκαν κουρελιασμένοι και μπαρουτοκαπνισμένοι από τα οχυρά. Ο εντεταλμένος για την παραλαβή του οχυρού Γερμανός αξιωματικός, συγχάρηκε τον διοικητή του, Ταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο, διαβεβαιώνοντας τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό των ανωτέρων του. Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό. Ο Γερμανός διοικητής έβαλε τους άνδρες του να παρουσιάσουν όπλα και κάλεσε τον Γεώργιο Δουράτσο, δίπλα του να επιθεωρήσουν μαζί το άγημα. Κανείς από τους υπερασπιστές του συγκεκριμένου οχυρού δεν πιάστηκε αιχμάλωτος. 

Επιλοχίας Δημήτρης Ίτσιος

Ο Δημήτριος Ίτσιος γεννήθηκε το 1906 στην σκλαβωμένη τότε Μακεδονία από Βλάχους γονείς. Με την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου επιστρατεύθηκε ως έφεδρος λοχίας και υπηρετούσε στο Μπέλες, πάνω από το χωριό του, τα Άνω Πορόια Σερρών. Στην κορυφογραμμή του Μπέλες ήταν στημένα τα πρώτα πρόχειρα φυλάκια προκάλυψης της «γραμμής Μεταξά». Λίγο πιο κάτω, σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων από την οροθετική γραμμή, βρίσκονταν τα εννέα σκυρόδετα ελληνικά πυροβολεία, στημένα κατά μήκος της δεύτερης αμυντικής γραμμής. Οι υπερασπιστές των πυροβολείων είχαν εντολή να αμυνθούν ώσπου ο στρατός του υποτομέα Ροδοπόλεως να συμπτυχθεί χωρίς απώλειες προς τα Κρούσια κι αμέσως μετά, να εγκαταλείψουν κι αυτοί τις θέσεις τους με κανονική υποχώρηση, έχοντας ως πλεονέκτημα την άριστη γνώση της περιοχής.

Κατά την εισβολή των Γερμανών στο Μπέλες, στις 6 Απριλίου 1941, ο έφεδρος λοχίας Ίτσιος βρέθηκε να είναι επικεφαλής του Πολυβολείου Π8. Είναι 5:15΄ το ξημέρωμα, όταν ψηλά στην «Ομορφοπλαγιά» του Μπέλες η πιο τέλεια πολεμική μηχανή της εποχής αρχίζει το καταστροφικό της έργο. Το πρώιμο γλυκοχάραμα έρχεται συντροφευμένο από ομοβροντίες Γερμανικών πυροβόλων, όλμων και πολυβόλων. Αρχίζει η επίθεση. Οι υπερασπιστές της προκάλυψης ανταπαντούν.
Τα μάτια του Ίτσιου και των συντρόφων του κατακόκκινα απ’ την ολονύχτια αγρυπνία ερευνούν πόντο - πόντο το έδαφος μπροστά τους. Με το δάχτυλο στην σκανδάλη είναι έτοιμοι να αντιτάξουν σκληρή αντίσταση στην ιταμή επίθεση. Η προκάλυψη αντιστέκεται ηρωικά. Ο ήλιος, στις πλαγιές του Μπέλες, αρχίζει σιγά - σιγά το καθημερινό του ανηφόρισμα. Κάποια στιγμή ακούγεται βόμβος αεροπλάνων. Τρία ή τέσσερα «στούκας» πλησιάζουν την περιοχή και ξερνούν σίδηρο και φωτιά. Στη σφοδρότητα των επίγειων και ουράνιων επιθέσεων δεν αντέχει άλλο η προκάλυψη. Αναδιπλώνονται οι υπερασπιστές της πρώτης γραμμής.

Έρχεται η σειρά των πολυβολείων. Θερίζουν τα πολυβόλα τους. Ατσάλινοι οι υπερασπιστές τους καθηλώνουν τους Γερμανούς. Τα αεροπλάνα βουτούν και ξαναβουτούν με λύσσα σκορπώντας φωτιά και όλεθρο. Τα οχυρά αντιστέκονται. Οι υπερασπιστές των πολυβολείων ποτίζουν με το αίμα τους τα ιερά χώματα της γενέθλιας γης.

Σταδιακά τα ελληνικά πυροβολεία Π3, Π4, Π5 και Π9, σιγούν. Ακολουθεί το Π6 που, περικυκλωμένο από τον εχθρό, έπειτα από σθεναρή αντίσταση, καταλαμβάνεται το μεσημέρι… Τα πυροβολεία Π7 και Π8, όμως, συνεχίζουν να μάχονται. Μέσα βρίσκονται Έλληνες με ψυχή, θρεμμένοι με τα ιδεώδη της ελευθερίας, με τα ιδανικά της αυτοθυσίας. Έλληνες, που δε διαπραγματεύονται ούτε μια σπιθαμή ελληνικής γης… Γνωρίζουν πως δεν υπάρχει ελπίδα γι’ αυτούς. Αλλά, δεν τους νοιάζει.
Το πυροβολείο Π8, έχει στη διάθεσή του 38.000 φυσίγγια, που οι υπερασπιστές του είναι διατεθειμένοι να τα «ξοδέψουν» με τη «δέουσα τσιγκουνιά».

Κάποια στιγμή ο λοχίας Ίτσιος βλέποντας το μάταιο της θυσίας, διατάζει τους στρατιώτες της μονάδας του να εγκαταλείψουν το Π8. Ο ίδιος θα μείνει και θα προσπαθήσει να εξοντώσει μόνος του τους Γερμανούς εισβολείς. Μερικοί υπακούουν. Οι Ανωπορογιώτες όμως μένουν. Φίλοι και σύντροφοι στις δουλειές και στα γλέντια στο χωριό. Πιστοί συμμαχητές του τώρα στο Π8, στην απόφασή του για αντίσταση μέχρις εσχάτων, στη θυσία. Μεθυσμένος ο Ίτσιος από τους καπνούς και τη βαριά μυρωδιά της μπαρούτης, αλλά και σε κατάσταση έκστασης, αποκρούει με το πολυβόλο του τις λυσσασμένες απόπειρες των Γερμανών για κατάληψη του οχυρού του.

Γυαλίζουν τα κράνη των σκοτωμένων Γερμανών στρατιωτών της Βέρμαχτ στον απριλιάτικο ήλιο. Οι επιθέσεις συνεχίζονται, πληθαίνουν, σκληραίνουν. Μα ο Ίτσιος δεν σταματά με το πολυβόλο του να σκορπά τον όλεθρο και το θάνατο στο Γερμανό εισβολέα. Όσο πιο πολύ κρατήσει στο μετερίζι του, τόσο πιο ασφαλής θα γίνει η υποχώρηση των άλλων προς τα Κρούσια. Ούτε σκέψη για τη δική του σωτηρία με φυγή.

Γιατί αυτός δεν κιότεψε λεπτό… Η καρδιά του χτυπούσε για τα «αδέρφια» του! Πολεμούσε για όλους τους Έλληνες. Ένας για όλους! Η χαρά της θυσίας για την πατρίδα δίνει φτερά στην ψυχή, στα χέρια, στο πολυβόλο του λοχία. Οι άδειοι κάλυκες γεμίζουν τον ελεύθερο χώρο του πολυβολείου. Το τηλέφωνο με τη Διοίκηση από ώρα έχει σιγήσει. Κάποια στιγμή τελειώνουν τα πυρομαχικά. Αμέσως μετά ακολουθεί μια αλλόκοτη σιωπή. Οι Γερμανοί λουφάρουν. Αυτό φαίνεται, περίμεναν. Το τελείωμα των φυσιγγιών. Ο λοχίας με τους συντρόφους του γνωρίζουν πως έπραξαν το καθήκον τους. Πολέμησαν για την πατρίδα, για τις οικογένειές τους, τους φίλους τους. Ξέρουν πως μάλλον δεν θα ξαναδούν ποτέ τους δικούς τους ανθρώπους, για τους οποίους υπεραμύνθηκαν.

Με δυσκολία ανοίγουν τη βαριά σιδερόπορτα του φρουρίου τους. Τα άδεια φυσίγγια την έχουν φρακάρει. Σε λίγο βρίσκονται έξω. Στο γεμάτο από καπνούς, μυρωδιά μπαρούτης και θάνατο αέρα του βουνού. Είναι προχωρημένο απόγευμα. Κράτησαν για καλά. Στην κατάσταση αυτή -μισοζαλισμένοι και ιδρωμένοι από την περίεργη σιωπή - ούτε που κατάλαβαν την περικύκλωσή τους, άοπλοι αυτοί, από ομάδα Γερμανών. Ο επικεφαλής αξιωματικός σε άπταιστα ελληνικά διατάσσει να παρουσιαστεί ο αρχηγός του φρουρίου Π8.

Η σκηνή που ακολουθεί, ζωντανεύει, χωρίς υπερβολή, την Αλαμάνα με το Διάκο της πάνω στα Μακεδονικά βουνά. Ευθυτενής, με αγέρωχη αξιοπρέπεια χωρίς ίχνος πρόκλησης και ανόητης επίδειξης, κάνει ο Ίτσιος δυο - τρία βήματα μπροστά, χαιρετά στρατιωτικά το Γερμανό αξιωματικό και με σταθερή φωνή αναφέρει:
- Ίτσιος Δημήτριος, Λοχίας Πεζικού. Ξαφνιάζεται ο άλλος. Στα μάτια του εύκολα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς το θαυμασμό του για το παλληκάρι. - Συγχαρητήρια λοχία. Με τη γενναιότητά σου ζωντάνεψες εδώ πάνω, σε τούτα τα βουνά, την πανάρχαια ιστορία των προγόνων σου.

Αμέσως μετά του κάνει νεύμα να τον ακολουθήσει. Τον οδηγεί στο ξέφωτο μπροστά από το πολυβολείο, και δείχνοντας του τις δεκάδες των πτωμάτων των στρατιωτών του - πάνω από 200 κατά έγκυρη εκτίμηση - του λέει: - Αυτό που βλέπεις λοχία είναι έργο δικό σου. Ο Ίτσιος γαλήνιος σαν όλους τους πραγματικούς ήρωες απαντά λακωνικά: - Έπραξα το καθήκον μου. - Εσύ έπραξες το καθήκον σου. Τώρα η σειρά μου να «εκτελέσω» κι εγώ το δικό μου καθήκον.

Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλήνων και Γερμανών στρατιωτών, βγάζει το πιστόλι του και στυλώνοντάς το στον κρόταφο του παλληκαριού τον εκτελεί εν ψυχρώ. Πέφτει άψυχο το παλληκάρι στα πόδια του εκτελεστή του. Μια αυλακιά άλικο σημαδεύει τα όρια της γενναιότητας, της πατριδολατρίας και της θυσίας από τη μια και της βαρβαρότητας, του φασισμού και της απανθρωπιάς από την άλλη. Ψυχρή, εγκληματική δολοφονία!

Ο Γερμανός ήξερε καλά πως τη στιγμή εκείνη, διέπραττε ένα έγκλημα πολέμου, μια στυγνή κι αποτρόπαια δολοφονία, μπροστά στα απορημένα βλέμματα των δικών του στρατιωτών και στα γεμάτα πίκρα και αγανάκτηση βλέμματα των συμπολεμιστών του Ίτσιου. Επειδή, ο λοχίας τους, δεν έπεσε. Δολοφονήθηκε εν ψυχρώ. Η θυσία του έχει καταγραφεί σε σχετική πολεμική έκθεση του 111/70 τάγματος Πεζικού, όπου μεταξύ των άλλων, αναφέρονται: «….ο γενναίος Ίτσιος Δημήτριος με το σκληρό θάνατό του θα εισέλθει στο πάνθεον των ηρώων και η ιστορία θα αναγράφει το όνομά του προς παραδειγματισμό των επερχόμενων γενεών....»

Το πτώμα του, μαζί με αυτά των άλλων συμπολεμιστών του, ετάφη στην Ομορφοπλαγιά. Το 1946, η σύζυγός του, Άννα, μαζί με άλλους συγχωριανούς, ξέθαψαν και μετέφεραν τα οστά του και των άλλων πεσόντων στο Ηρώο του χωριού Άνω Πορόια. Είναι η χρονιά που απονέμεται μεταθανάτια στο λοχία ο βαθμός του Επιλοχία και το Αργυρό Αριστείο Ανδρείας για τη γενναιότητα και το θάρρος του. Πολλά χρόνια μετά στήνεται στην «Ομορφοπλαγιά» και κοντά στο θρυλικό πλέον Π8 αναμνηστική στήλη, το δε στρατόπεδο που υπάρχει στο χώρο της θυσίας του ονομάζεται «Στρατόπεδο Ίτσιου». Στις 10 Αυγούστου 1980, σε επίσημη τελετή γίνονται τα αποκαλυπτήρια της γλυπτικής σύνθεσης της κεντρικής πλατείας του χωριού Άνω Πορόια.

Ευάγγελος Κλωνής

Ο Ευάγγελος Κλωνής γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο της κοινότητας Πάστρας (της Κεφαλονιάς) το 1916. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας που συνολικά θα αποκτούσε οκτώ. Παράτησε το σχολείο στην Τρίτη Δημοτικού. Στα 14 του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου δούλευε ο μεγαλύτερος αδερφός του. Εκεί δούλεψε σαν εισπράκτορας στο λεωφορείο ενός άλλου Κεφαλλονίτη, του Γεράσιμου Αρσένη. Φορούσε την άσπρη του στολή και έκοβε τα εισιτήρια. Ότι έβγαζε το έστελνε στη μητέρα του, αλλά τα λεφτά ήταν λίγα. Μια μέρα, όταν ήταν 16 χρονών, το λεωφορείο είχε σταματήσει στον Πειραιά, και ο Βαγγέλης είδε κάτι ναύτες να μεταφέρουν ψώνια σ’ ένα καράβι. Ο Βαγγέλης πήγε αμέσως στον Αρσένη, του έδωσε τις εισπράξεις της ημέρας και του είπε: «Εγώ φεύγω. Πες στη μάνα μου ότι θα της στείλω λεφτά από την Αμερική». Και πήγε στο κρεοπωλείο, και φορτώθηκε ένα κομμάτι κρέας, και μπήκε σκυφτός στο καράβι, και κρύφτηκε στα αμπάρια.
Μετά από αρκετές περιπέτειες και με τη βοήθεια του καπετάνιου (ήταν κι αυτός κεφαλλονίτης) ο Βαγγέλης κατέληξε στο Λος Άντζελες.

Στο Λος Άντζελες έπιασε δουλειά στο ανθοπωλείο ενός άλλου κεφαλονίτη, του Σπύρου Στεφανάτου (ο οποίος σήμερα ζει στην Κεφαλονιά –είναι 94 χρονών). Η πόλη όμως δεν του άρεσε –είχε πολύ κόσμο, και δεν είχε συνηθίσει. Μετακόμισε στο Ντένβερ του Κολοράντο, όπου δούλευε σαν πιατάς σε ένα εστιατόριο, και κάποια στιγμή πήρε και μια δικιά του καντίνα με χοτ-ντογκ και τα πούλαγε στο δρόμο.
Μια ελληνοπούλα τον ερωτεύτηκε, και ήθελε να τον παντρευτεί. Αυτός όμως αρνήθηκε –υποστήριξε ότι ήταν μικρός ακόμα, και έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του στην Ελλάδα. Οπότε αυτή τον απείλησε ότι θα τον καταδώσει στις Αρχές, καθώς εξακολουθούσε να ζει και να δουλεύει στη χώρα παράνομα.

Έτσι ο Βαγγέλης έφυγε μετά από μια Οδύσσεια στην Αμερική επέστρεψε και πάλι στο Ντένβερ, όπου το κλίμα του άρεσε, ελπίζοντας ότι η κοπελιά θα είχε βρει κάποιον άλλο, και θα τον άφηνε ήσυχο. Έτσι έγινε, αλλά δεν έμελλε να μείνει ούτε εκεί για πολύ. Ένας κεφαλλονίτης φίλος του πρότεινε να πάνε στη Σάντα Φε του Νιου Μέξικο για να βρούνε κάποιους φίλους (κεφαλλονίτες φυσικά), και τον ακολούθησε. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα, εξακολουθούσε να είναι παράνομος. Όταν άρχισε ο Πόλεμος, βγήκε ένα νέο διάταγμα που καλούσε τους παράνομους μετανάστες να καταταγούν, με αντάλλαγμα την αμερικανική υπηκοότητα. Έτσι ο Βαγγέλης Κλωνής αποφάσισε να πάει στον πόλεμο.
Η θητεία του Βαγγέλη Κλωνή είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Ο Βαγγέλης Κλωνής, μετά την κατάταξή του, ταξίδεψε στο Fort Bliss στο Τέξας όπου εκπαιδεύτηκε με το στρατό ξηράς. Χάρη στις εντυπωσιακές του επιδόσεις (ήταν άριστος σκοπευτής) τον έστειλαν στην Βιρτζίνια, στη Βάση των Πεζοναυτών. Στη συνέχεια πήγε στη Γιούμα της Αριζόνα, όπου εκπαιδεύτηκε στην έρημο, και μετά επέστρεψε στη Βάση της Βιρτζίνια με το Στρατό. Η εκπαίδευσή του είχε πια τελειώσει, και περίμενε να ακούσει που θα τον στείλουν, πιθανότατα στον Ειρηνικό, όταν ένας βαθμοφόρος ήρθε και τον βρήκε και του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. «Σου έχω άσχημα νέα», του είπε. «Οι Γερμανοί σκότωσαν την οικογένειά σου στην Ελλάδα. Δεν έζησε κανείς. Μπορείς, αν θέλεις, να πάρεις μια άδεια και να επιστρέψεις στο σπίτι σου στην Σαντα Φε». Ο Βαγγέλης δεν ήθελε να πάει στην Σάντα Φε, μπορούσε να κλάψει κι εκεί που ήταν. Ζήτησε μόνο ένα πράγμα: «Στείλτε με στην Ευρώπη. Θέλω να πάω στους Γερμανούς».

Στη συνέχεια πήγε στη Γιούμα της Αριζόνα, όπου εκπαιδεύτηκε στην έρημο, και μετά επέστρεψε στη Βάση της Βιρτζίνια με το Στρατό. Η εκπαίδευσή του είχε πια τελειώσει, και περίμενε να ακούσει που θα τον στείλουν, πιθανότατα στον Ειρηνικό, όταν ένας βαθμοφόρος ήρθε και τον βρήκε και του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. «Σου έχω άσχημα νέα», του είπε. «Οι Γερμανοί σκότωσαν την οικογένειά σου στην Ελλάδα. Δεν έζησε κανείς. Μπορείς, αν θέλεις, να πάρεις μια άδεια και να επιστρέψεις στο σπίτι σου στην Σαντα Φε». Ο Βαγγέλης δεν ήθελε να πάει στην Σάντα Φε, μπορούσε να κλάψει κι εκεί που ήταν. Ζήτησε μόνο ένα πράγμα: «Στείλτε με στην Ευρώπη. Θέλω να πάω στους Γερμανούς».

Ο Κλωνής πολέμησε στην Αυστρία, την Πολωνία, τη Γερμανία, μπήκε στο Βερολίνο και το Παρίσι, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πήγε και στον Ειρηνικό. Για τίποτα από όλα αυτά δεν μιλούσε, όμως, δεμένος από όρκους και διαταγές. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνηγορούν ότι δεν ήταν ένας απλός φαντάρος. Πήρε ασυνήθιστα πολλά μετάλλια (η οικογένειά του αυτό τον καιρό προσπαθεί να εντοπίσει ακριβώς πόσα και ποια), και δέχτηκε και μια θερμότατη ευχαριστήρια επιστολή από τον Πρόεδρο Τρούμαν με ιδιόχειρη υπογραφή. Ο Νίκος Κλωνής έχει ρωτήσει δεκάδες βετεράνους, αλλά ακόμα δεν έχει βρει κανένα που έλαβε τέτοια επιστολή μετά τον πόλεμο.

Ο Βαγγέλης Κλωνής πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1989. Κηδεύτηκε στα Κοριάνα, και όλοι όσοι τον ήξεραν κράτησαν μαζί τους ο καθένας τη δική του, προσωπική εικόνα γι’ αυτόν. Υπήρχε όμως μια άλλη εικόνα, πολύ διάσημη, που κυκλοφορούσε εδώ και χρόνια, αλλά κανείς δεν την είχε συνδέσει με τον Βαγγέλη. Μέχρι το 1991. «Μια μέρα», θυμάται η Κική Κλωνή, «είχα πάει με το Νίκο και τα εγγόνια μου στο εμπορικό κέντρο. Ο Νίκος είχε πάει να πάρει περιοδικά, κι εγώ πήγα με τα εγγόνια για να τους πάρω παιχνίδια. Κάποια στιγμή βλέπω το Νίκο να έρχεται τρέχοντας. «Μάνα τρέχα!» φώναζε. «Ο πατέρας!» Και εκεί, στο εξώφυλλο του περιοδικού Life, ήταν ο άντρας μου, με στρατιωτικό κράνος και ένα τσιγάρο στο στόμα, και κοίταζε βλοσυρά προς τα πίσω».

Είναι ίσως η διασημότερη φωτογραφία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, τραβηγμένη από τον σπουδαίο Γιουτζίν Σμιθ. Δείχνει καλύτερα από κάθε άλλη τη γενναιότητα και το θάρρος του ανώνυμου Αμερικάνου φαντάρου που πολέμησε για την ελευθερία. Με το τσιγάρο να κρέμεται μάγκικα στα χείλη, και με ένα βλέμμα που τσακίζει κόκαλα, αυτός ο στρατιώτης έγινε το σύμβολο της Μεγαλύτερης Γενιάς των Αμερικάνων. Αυτός ο στρατιώτης, όμως, δεν είναι Αμερικανός, είναι ο Έλληνας Ευάγγελος Κλωνής! Ο αμερικανός φωτογράφος Γιουτζίν Σμιθ πήρε διάσημες φωτογραφίες από τον πόλεμο, ανάμεσα στις οποίες και δύο λήψεις του Βαγγέλη Κλωνή. Η φωτογραφία με το τσιγάρο, και η εικόνα με το παγούρι, η οποία πριν από λίγα χρόνια έγινε γραμματόσημο στις ΗΠΑ.


Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Το να γεννιέσαι Έλληνας, είναι τιμή!


Τέσσερις φορές στη ζωή μου, ένιωσα ασήκωτο το βάρος του να είσαι Έλληνας, τις δύο έκλαιγα από τη τιμή και τις άλλες δύο έκλαιγα από τη ντροπή, αμέτρητες όμως ήταν οι φορές που ένοιωσα τη χαρά και την περηφάνια. Όταν φόρεσα το Εθνόσημο στη στολή του Εφέδρου, όταν η Ελληνική Σημαία στόλιζε τη στολή του εθελοντή σε αποστολές σε ξένες χώρες, πάντα όταν άκουγα τον Εθνικό Ύμνο και θωρούσα τη Γαλανόλευκη. Μαζί σας όμως θα ήθελα να μοιραστώ, αυτές τις τέσσερις φορές που ανέφερα στην αρχή. Τις δύο πρώτες φορές ανταπέδωσα στη πατρίδα μου, το προνόμιο που μου χάρισε του να είμαι Έλληνας και να βιώνω τον πολιτισμό και την ιστορία της μέσα στο dna μου και τις άλλες δύο εισέπραξα τη ντροπή του να είσαι Έλληνας και να εκλέγεις ανθέλληνες. Τέτοιες μέρες, θα ήταν προτιμότερο να συζητάμε μόνο για τις δύο πρώτες περιπτώσεις, πλην όμως αν δεν κατανοήσουμε τις δύο τελευταίες δεν θα μπορέσουμε ποτέ να είμαστε αρκετά περήφανοι για τις άλλες, τις τόσο σπάνιες. Αν μπορούσα να κάνω μία ευχή θα ήταν να ξαναζήσω τις περήφανες στιγμές, όχι μέσα από φωτογραφίες και βίντεο, αλλά πραγματικά ζωντανά.


Την πρώτη φορά που αισθάνθηκα περήφανος ως Έλληνας ήταν στα 17, όταν σήκωσα στα χέρια μου την Ελληνική Σημαία, ως Σημαιοφόρος. Για έναν ανεξήγητο λόγο από τη πρώτη στιγμή που Τη κράτησα, στα μάτια μου έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. Ένοιωσα μικρός και πολύ λίγος για τέτοιο βαρύ φορτίο τιμής. Ίσως να άξιζε να την κρατήσουν στα χέρια τους οι παππούδες μου, που έχυσαν το αίμα τους το 40 για να μείνει αυτός ο τόπος λεύτερος, αλλά εγώ; Εγώ τι παραπάνω είχα κάνει από το να διαβάζω και να έρθω πρώτος, για το δικό μου ατομικό συμφέρον; Ποια ήταν η συμβολή μου σε αυτό το τόπο που οι ήρωες θεριεύουν με πολύ αίμα, δάκρυα και πόνο; Εκείνες τις δύο παρελάσεις που κράτησα τη Σημαία, προσπάθησα να βάλω τον εαυτό μου στη θέση των άξιων προγόνων μου και να υποσχεθώ στον εαυτό μου ότι θα έκανα ότι ήταν δυνατό για να συνεχίσω τη γενιά μας με τιμή και με το να κρατώ τις μνήμες ζωντανές.  

Την επόμενη φορά δε την κράτησα απλά στα χέρια μου, την ανέβασα στο πιο ψηλό βάθρο, αφήνοντας τον κόσμο να τη θαυμάζει και εκεί στη μακρινή Βραζιλία, να είναι ένα ολόκληρο στάδιο, όρθιο, στο άκουσμα του Εθνικού μας Ύμνου. Οι Έλληνες της παροικίας, παραληρούσαν, δεκάδες Ελληνικές Σημαίες ξεπήδησαν στις εξέδρες και εγώ έκλαιγα και από τους λυγμούς, με το ζόρι ψιθύριζα τον Εθνικό Ύμνο κοιτάζοντας τη Σημαία μας που ανέβαινε σιγά σιγά, με ένα ελαφρύ αεράκι να την κυματίζει. Την επόμενη στιγμή ο προπονητής μου, που ήξερε την υπέρμετρη λατρεία μου για την Ελληνική Σημαία, με τύλιξε με μία τεράστια και με έσπρωξε στο γήπεδο για να χαιρετίσω τους θεατές και κυρίως τους συμπατριώτες μας. Εκείνο το βράδυ κρατούσα τη Σημαία πάνω μου σφιχτά και δεν την άφησα, ούτε κι όταν έπεσα να κοιμηθώ. Ήταν ότι πιο γλυκό είχα κρατήσει στην αγκαλιά μου και για λίγο ένοιωσα ότι και εγώ είχα βυθιστεί στο υπέροχο γαλάζιο και λευκό.  Αυτή τη φορά είχα κάνει και εγώ το ελάχιστο χρέος μου για να είναι τόσο ψηλά όσο μονάχα στην Ελληνική Σημαία αξίζει.    


Τι επόμενες δύο φορές, έκλαψα πικρά και έτυχε να είμαι μέσα σε κόσμο σε διεθνή συνέδρια. Η μοίρα μου επιφύλαξε τη μία φορά να είμαι στο βήμα ως ομιλητής την ώρα που από μου έφεραν σε χαρτάκι την ενημέρωση για τα Ίμια και την επόμενη φορά, να είμαι καθισμένος όταν ανακοίνωσαν από τα μεγάφωνα τη σύλληψη Οτσαλάν και όλοι οι σύνεδροι γύρισαν και κοίταξαν προς το μέρος μου. Ντράπηκα και κατέβασα το κεφάλι, την ώρα που δίπλα μου ένας Άγγλος μηρύκαζε χασκογελώντας, το «είναι δύσκολο να είσαι Έλληνας αυτές τις μέρες…» Μόνο που δεν υπολόγισε την απάντηση. «Πάντα είναι δύσκολο να είσαι Έλληνας. Βλέπεις οι πρόγονοι μας έβαλαν πολύ ψηλά τον πήχη και σήμερα δυστυχώς αντιγράφοντας όλους εσάς, ευτελίσαμε την αξία μας. Πάντως είναι άλλο να διαπράττουν «εγκλήματα» οι Έλληνες και άλλο τα Ελληνόφωνα αντίγραφα τους.» Μάλλον δεν κατάλαβε καν τι του είπα γιατί πως να κατανοήσει τη διαφορά του να είσαι Έλληνα όπως ο Γιαλοψός, ο Καραθανάσης και ο Βλαχάκος και Ελληνόφωνος όπως ο Πάγκαλος όταν είπε πως τη Σημαία την πήρε ο αέρας ή όπως ο Σημίτης που ευχαρίστησε τους Αμερικανούς για τον ανείπωτο εξευτελισμό μας.  Πόσο μάλλον να ενεργείς όπως ο Πήλιος Γούσης ή ο εφιάλτης, σαν να είσαι ένα άλλος προδότης, όπως έγινε στην υπόθεση Οτσαλάν.

Πάντως πικρά, πρέπει να κλαίνε και όλοι οι Έλληνες ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους, αν μπορούσαν να δουν, τους κανακάρηδες – μαμμόθρεφτους και τις ομορφοκόρες – ζουρλοπαντιέρες, των νεοελλήνων, να «παρελαύνουν» οι μεν με τζιν και μπλουζάκια με στάμπες αντεθνικών συνθημάτων και οι δε με τις φουστοζώνες και τους κοθόρνους, φτύνοντας, βρίζοντας και μουντζώνοντας, διαλύοντας παρελάσεις και απαξιώνοντας το Έθνος και τους Έλληνες που έδωσαν το αίμα τους για να ζούνε οι ίδιοι ελεύθεροι να υποδαυλίζουν το διχασμό, το μίσος και να αναζητούν αδερφικό αίμα. Αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Έλληνες είναι αδέρφια με τους Ελληνόφωνους. Από την άλλη ίσως και να γελάνε με τα χάλια μας …. Με τις φτερούδες και τις κοκότες, που παρελαύνουν "δόξα και τιμή" στις gay parade, με άρματα και φορεσιές drag Queen show, με τη συμμετοχή και την επιδοκιμασία των τοπικών αρχόντων. Ίσως και να μας φτύνουν,  όταν βλέπουν τους ισλαμιστές να μαγαρίζουν τα άγια χώματα που αυτοί ελευθέρωσαν και να ακούνε τους μουεζίνηδες να  κηρύττουν μέσα στις Ελληνικές πλατείες, το κοράνι.


Σταθερά, αυτός ο τόπος αφελληνίζεται και οι μάνες σταμάτησαν να γεννάνε Έλληνες, πόσο μάλλον ήρωες. Ελάχιστες οι φωτεινές εξαιρέσεις, ενός λαού που οι μισοί φτιασιδώνουν τυχαίους νεκρούς και τους ενδύουν  με «ηρωικά» στεφάνια για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες και τους στόχους των Ελληνόφωνων.  Οι άλλοι μισοί απλά δεν μιλάνε…. και αφήνουν ανενόχλητους τους υπόλοιπους να κατεδαφίζουν ότι χτίστηκε με αίμα, πόνο και κόπο τόσα χρόνια. Στη χώρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, της Μαντούς Μαυρογένους, του Γεώργιου Καραϊσκάκη και της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, τιμάμε τη μνήμη του σφαγέα των Ελλήνων, Κεμάλ Ατατούρκ. Στη χώρα του Κώστα Περρίκου, της Πηνελόπης Δέλτα, της Ηρώς Κωνσταντοπούλου, του Μαρδοχαίου Φριζή και του Μανώλη Πατεράκη, δίνουμε συντάξεις στους κομμουνιστές «αντιστασιακούς» που δολοφόνησαν χιλιάδες Ελλήνων, πολύ περισσότερους από αυτούς που σκότωσαν Ιταλοί και Γερμανοί μαζί. Στη χώρα του Κώστα Ηλίακη, του Αριστοτέλη Γκούμα, του Τάσου Ισαάκ και του Σολωμού Σολωμού, ονομάζουμε πλατείες και δρόμους, με τα ονόματα του Αλέξη Γρηγορόπουλου και του Παύλου Φύσσα. Αν δεν είναι αυτό εξευτελισμός, δεν ξέρω τι θα μπορούσε να είναι.

Υ.Γ  Στη περσινή παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, η τετράχρονη κόρη μου, με παρακολούθησε να παρελαύνω. Πριν φύγουμε από το σπίτι είχαμε σκηνές απείρου κάλλους, με πρωταγωνίστρια την ίδια να χτυπάει στο πάτωμα τα λιλιπούτεια ποδαράκια της και να απαιτεί να την πάρω αγκαλιά και να παρελάσουμε μαζί. Μου κρατούσε μούτρα σε όλη τη διαδρομή, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας τα μαγουλάκια της με αποδοκιμασία. Την «εξαγόρασα», αγοράζοντας της ένα Ελληνικό Σημαιάκι» το οποίο κρατούσε στα χέρια της με μεγάλη προσοχή και κυρίως με περηφάνια. Κατά τη διάρκεια της παρέλασης της έπεσε το σημαιάκι που κρατούσε. Εκείνη την ώρα ακριβώς, ο διπλανός κύριος μετακίνησε το πόδι του προς τη Σημαία και την ώρα που θα την πατούσε, η πιτσιρίκα έβαλε το χέρι της ανάμεσα στο παπούτσι του και τη Σημαία, με αποτέλεσμα να της πατήσει το χέρι της. Η μητέρα της έσκυψε για να δει το χεράκι της, την ώρα που έτρεχαν δάκρυα στα μάγουλα της. "Πονάς" την ρώτησε και η μικρή απάντησε "Συγνώμη μανούλα που μου έπεσε η Σημαία μου, πρόφτασα όμως και δεν την πάτησε ο κύριος" Όταν μου το είπε η γυναίκα μου, μου χάρισε ένα απέραντο χαμόγελο και μια αισιοδοξία ότι η νεολαία μας μπορεί να ξαναβρεί το δρόμο της.



Χρόνια πολλά στην Ελλάδα μας. Ζήτω η 28η Οκτωβρίου. Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων. Ζήτω οι Έλληνες ήρωες.